Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Ο Μάριος ο.... Λιχούδης


Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός κειμένου η εκτροχίαση είναι η μικρή ή μεγάλη αλλαγή (ένα περιστατικό ή τα λόγια κάποιου) που αποσταθεροποιεί την δοσμένη κατάσταση

Φτιάξτε μια μικρή ιστορία (μέχρι 200 λέξεις) που να μιλά για το ράφι με τις σοκοφρέτες και να περιέχει εκτροχίαση με την επέλαση του Μάριου του λιχούδη!


Ο μικρός Μάριος πήγε τρέχοντας στον αγαπημένο του διάδρομο στο super market. Στις σοκολάτες. Στάθηκε μπροστά στις αγαπημένες του σοκοφρέτες καθώς τις κοιτούσε με λαχτάρα. Η κυρία Πόπη, η μαμά του Μάριου, έτρεξε γρήγορα κοντά του και του είπε: ‘’ Όχι Μάριε, όχι! Έφαγες αρκετές αυτή την βδομάδα. Φτάνουν. Από σήμερα ξεκινάς δίαιτα, θυμάσαι; ‘’ Η κυρία Πόπη τράβηξε από το χέρι τον στεναχωρημένο Μάριο και τον πήγε στον πάγκο με τα φρούτα και τα λαχανικά.
‘’ Να, αυτά θα τρως από εδώ και μπρος’’ είπε η μαμά του. Ο Μάριος κοίταξε με αηδία τον πάγκο μπροστά του. Για κακή του τύχη, εκείνη την στιγμή περνούσε ένα αγοράκι από δίπλα του που είχε στα χέρια του μια σοκοφρέτα. Η μανία κατέκλυζε τον μικρό Μάριο και έτσι άρπαξε την σοκοφρέτα από το αγοράκι. Εκείνο άρχισε να κλαίει δυνατά. Η κυρία Πόπη μόλις είδε τον Μάριο πήρε την σοκοφρέτα από το χέρι του την πέταξε και αγόρασε μια άλλη στο μικρό αγοράκι αφού ζήτησε συγνώμη.
Όταν έφυγαν από το super market ο μικρός Μάριος είχε σκυμμένο το κεφάλι του επειδή η μαμά του ήταν πολύ νευριασμένη μαζί του. Μπήκαν στο σπίτι με τα ψώνια και η κυρία Πόπη είπε στον Μάριο να πάει στο δωμάτιο του. Ώρες πολλές πέρασαν και ακόμα η μαμά του δεν του μιλούσε ώσπου αποφάσισε να τον δει.

Πήγε στο δωμάτιο του και είδε τον μικρό Μάριο με δάκρυα στα μάτια του. Τον αγκάλιασε και εκείνος υποσχέθηκε να είναι φρόνιμο παιδί και να ακούει την μαμά του. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα… 

Ελένη Ναβροζίδου

Σήμερα το πρωί η μαμά γύρισε γρήγορα από το σουπερ μάρκετ και έτρεξε στην κουζίνα και εγώ την ακολούθησα. Όταν φτάσαμε άνοιξε τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ και από μέσα έβγαλε πέντε κουτιά με σοκοφρέτες.
 Αμέσως πήγα να βουτήξω μια αλλά η μαμά με εμπόδισε.
-         Αυτές οι σοκοφρέτες είναι για το πάρτι του Άκη μεθαύριο και δεν θέλω να τις φάτε, μου είπε , μιλώντας και για τον αδελφό μου τον Μάριο ο οποίος ως γνωστόν είναι πολύ λιχούδης.
Επειδή όμως δεν ήταν πολύ σίγουρη για τον Μάριο με έβαλε να προσέχω το ράφι στο οποίο άφησε τις σοκοφρέτες.
 Με το που έφυγε στην δουλειά η αποστολή μου άρχισε. Έπρεπε να εμποδίσω τον εχθρό να κατακτήσει αυτό το ράφι. Μετά από 3 ώρες ο εχθρός φάνηκε. Πήρα θέση έτοιμος να εκτελέσω την αποστολή μου. Και με το που μπήκε ο Μάριος μέσα…….. Δεν έγινε τίποτα.
  Ήταν σαν αγνόησε τέλειος την παρουσία φαγητού μέσα στο δωμάτιο. Το μόνο που έκανε ήταν να πάρει ένα ποτήρι νερό και έφυγε. Ήξερα όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά έτσι τον ακολούθησα. Με οδήγησε μέσα στο καθημερινό οπού μου την είχε στημένη. Με έπιασε από τα πόδια και με έσυρε στο δωμάτιο μας οπού και με κλείδωσε.
  Έπρεπε να δράσω γρήγορα. Άνοιξα το παράθυρο και με ένα γρήγορο σάλτο βρέθηκα στην βεράντα. Μπήκα στο σπίτι από την πίσω πόρτα και έτρεξα στην κουζίνα. Ο Μάριος ήταν τώρα ένα βήμα μακριά από της σοκοφρέτες. Με μια γρήγορη κίνηση πετάχτηκα και τον έπιασα, μια ανάσα πριν να φτάσει το ράφι.

 Το βραδύ που γύρισε η μαμά ήμουν πολύ περήφανος.  Είχα εκπλήρωση την αποστολή μου.

Γιάννης Τσιούτσιος

Σε ένα μαγαζί υπήρχαν κάποιες σοκοφρέτες πάνω σε ένα ράφι που φημίζονταν για τη γεύση τους παγκοσμίως. Ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός για να τις αγοράσει. Σαν τρελός έκανε και ο Μάριος ο λιχούδης, ο οποίος λάτρευε αυτές τις σοκοφρέτες περισσότερο από κάθε άλλη λιχουδιά και ήθελε να τρώει τουλάχιστον μια την ημέρα.
   Μια μέρα που ήθελε να φάει είδε πως οι σοκοφρέτες του είχαν τελειώσει. Έτσι έτρεξε στο μαγαζί που τις πουλούσε. Όταν έφτασε στο μαγαζί είχε πολύ κόσμο από έξω. Φαινόταν πως το μαγαζί ήταν κλειστό κάτι το όποιο ήταν περίεργο διότι αυτό το μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ. Μετά από λίγο ήρθε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Άνοιξε το μαγαζί και ο κόσμος μπήκε μέσα.
Ο Μάριος κατευθύνθηκε προς τον διάδρομο που βρίσκονταν οι σοκοφρέτες. Είδε από μακριά πως είχε απομείνει μόνο μια και έτρεξε να την πάρει. Όταν τελικά την πήρε στα χεριά του πήγε να την πληρώσει και μετά έφυγε και πήγε σε ένα παγκάκι διπλά από το μαγαζί για να τη φάει. Μόλις την άνοιξε ένας τύπος που ήταν κοντά του την άρπαξε και άρχισε να τρέχει. Ο Μάριος μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς έγινε ο τύπος είχε γίνει καπνός.

Βαγγέλης Τσιανάκας

Καθώς ο απελπισμένος και απεγνωσμένως διότι πείναγε, Μάριος ο λιχούδης έψαχνε, παντού  κάτι για να φάει. Ψάχνοντας στο ψυγείο, στα ντουλάπια, παντού. Πάνω σε ένα ράφι έπεσε στην αντίληψη του ένα πακέτο σοκοφρέτες. Με απεγνωσμένες  προσπάθειες, προσπάθησε να τις κατεβάσει, δεν μπόρεσε τελικά και έτσι αποφάσισε να πάει να πάρει την σκάλα που είχαν, οι γονείς του παρατημένη στο υπόγειο. Βγαίνει ο λιχούδης από το δωμάτιο, πάει στο υπόγειο, παίρνει την σκάλα, και πάει ξανά στο δωμάτιο, όπου ήταν οι σοκοφρέτες. Αλλά οι σοκοφρέτες ήταν άφαντες. Τέλος πάντων στον πανικό του επάνω ξανά ψάχνει όλες τις ντουλάπες, όλα τα ράφια, και τα συρτάρια, αλλά και πάλι τίποτα. Και εκεί που ήταν έτοιμος να τρελαθεί συνειδητοποιεί  ότι βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο από αυτό που βρισκόντουσαν οι σοκοφρέτες.

Χρήστος Κωστίδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου